Νάτο, νάτο το κουνελάκι, το Καλομοιράκι και δεν «ηκούσθη μπαμ εις τον αέρα –

του Ηρωδείου – για να πάει ο λαγός πέρα»

H εθνική μας κατάθλιψη. Στη σκηνή του Ηρωδείου. Με ενορχηστρωτή τον Διονύση

Σαββόπουλο και την Καλομοίρα σε κακέκτυπο Μέριλιν, να βγαίνει από τούρτα σαν

κουνελάκι σε μπάτσελορ πάρτι και να τραγουδάει «χάπι μπέρθντεϊ μίστερ

πρέζιντεντ». Μια σκηνή καθαγιασμού της τηλεοπτικής κακογουστιάς, περασμένης με

το ζόρι από το φίλτρο των αναμνήσεων μιας άλλης μουσικής «εποχής», τότε που τα

τραγούδια προλάβαιναν και ιστορία να γράψουν και ζωές να συνοδεύσουν.

Συγκινητικό μότο της συναυλίας, που έδωσε για να γιορτάσει τα 40 του χρόνια

στο τραγούδι ο Διονύσης Σαββόπουλος στο Ηρώδειο, ήταν: «Ο άνθρωπος που έγραψε

το σάουντρακ της ζωής μας». Και ήταν έτσι για όσους έχουμε περίπου την ηλικία

της καριέρας του. Οι γύρω στα 40 – συν και πλην – «ζυμωθήκαμε» με τα τραγούδια

του, δεν τον βρήκαμε από τους μεγαλύτερους, όπως τον Θεοδωράκη ή τον

Χατζιδάκι. Δεν τον άκουγαν οι γονείς μας. Τον ακούγαμε εμείς. Σημαντικό αυτό

για μια «γενιά» που όλο ερχόταν «κατόπιν», ζούσε διαρκώς τον «απόηχο».

Βρισκόταν διαρκώς υπό το «δέος» των έργων των προηγουμένων, των αγώνων των

προηγουμένων. Και αιφνιδίως, αυτή η ίδια «γενιά», τέλος πάντων οι ηλικίες του

«κατόπιν», έγινε το «πριν». Οι μισοί με το σύνδρομο να ξαναζήσουν τα νιάτα

τους υιοθετώντας τα σουσούμια των σημερινών νιάτων και οι άλλοι μισοί

ψάχνοντας αντιστάσεις στη σαρωτική αισθητική τού τηλεοπτικού εφήμερου, σε ό,τι

είχε απομείνει ως ανάμνηση. Όλους μας είχε θυμώσει πολλές φορές ο Σαββόπουλος,

αλλά έτσι συμβαίνει με τους δικούς σου ανθρώπους. Αυτοί σε θυμώνουν, όχι οι

ξένοι.

Αυτήν τη φορά όμως δεν ήταν θυμός, ήταν η αποστροφή μπροστά στο

καταθλιπτικό θέαμα που αναγόρευσε το «φαινόμενο» Καλομοίρα σε ιδανικό μιας

δήθεν νέας αισθητικής του έθνους. Αυτή που κυοφορήθηκε από εμάς τους ίδιους,

τους Σαββοπουλικούς και λοιπούς μεταπολιτευτικούς «σπόρους»; Αυτό θέλατε να

πείτε θείε Νιόνιο, που καλωσορίσατε την κόρη των Ελλήνων μεταναστών στα

μουσικά σας γενέθλια με το «καλωσόρισες πουλί μου, μοναξιά ελληνική μου;».

Πολλή τηλεόραση, όλο αυτό. Επενδεδυμένο με τη νοσταλγία των ώριμων, αλλά

τηλεόραση.

Εκεί στη σκηνή του Ηρωδείου έχουν απαντήσει στην πρόσκληση του Διονύση

Σαββόπουλου οι συνομήλικοι φίλοι, άνθρωποι με τους οποίους πορεύθηκε όλα αυτά

τα χρόνια. Τραγουδούν «του ’60 οι εκδρομείς», αναπτήρες – μοιρασμένοι στην

είσοδο με ειδικό σημείωμα να ανάψουν στο συγκεκριμένο τραγούδι – φέγγουν

παντού, μέσα στη θολή, υγρή ατμόσφαιρα. Και ξαφνικά, ζητάει από τους φίλους να

μην τραγουδήσουν άλλο, αλλάζει η μουσική, μπαίνει μια τούρτα πλαστική, ανοίγει

στην κορφή και νάσου το Καλομοιράκι, ναζιάρικο και τρυφερό. Αμήχανοι οι φίλοι

στη σκηνή, παραμερίζουν μπροστά στο «καινούργιο» τηλεοπτικό κοσκινάκι.

Αλλά κανένα τηλεοπτικό «φρούτο» δεν μπορεί να χαρακτηριστεί φορέας

«καινούργιου». Είναι ο θρίαμβος της συντήρησης, είναι το απολύτως παλιό σε νέο

περιτύλιγμα. Τούρτας; Ναι. Αλλά το είπε μόνος του ο Διονύσης Σαββόπουλος στην

αρχή, εκεί που θυμήθηκε τη χούντα και τον «χαφιέ να ακολουθεί» και σχολίασε

πως τουλάχιστον ο «χαφιές» είναι ακόμη εδώ, με τη μορφή κάμερας, κάμερες

παντού. Σείστηκε το θέατρο από το χειροκρότημα το «αντιστασιακό» και ένωσε και

το δικό του ο Γιώργος Βουλγαράκης, γελώντας από καρδιάς. Είχε την ίδια άποψη

προφανώς για τις κάμερες ο αρμόδιος επ’ αυτών. Τι συγκινητικός αυτός ο

«συναινετικός» τηλεοπτικός πολτός, όλα μέσα και η Καλομοίρα κερασάκι, παιδί

της κάμερας αυτή, πρότυπο της γενιάς που δεν γνωρίζει τους «χαφιέδες», κάνει

καριέρα χάρη σε αυτούς. Είδατε μια ωραία χρήση της κάμερας;

E, δεν είναι όλα τηλεόραση

Κακέκτυπο Μέριλιν, κακέκτυπο βουγιουκλάκειου ναζιού, εκπρόσωπος μιας ένοχης

νοσταλγίας για την «αθωότητα» μέιντ ιν Χόλιγουντ που την αρνηθήκαμε στην εποχή

της από τον Δαλιανίδη και τώρα στο πρόσωπο της Καλομοίρας προτείνει ο θείος

Νιόνιος να την καλωσορίσουμε. Να την κάνουμε τι; Το Καλομοιράκι, με τα

τακουνάκια και το πιν-απ στυλ μόνο στην κατάψυξη θα διατηρηθεί. Αυτή τη

σύγκριση ήθελε ο Διονύσης Σαββόπουλος; Να κάνουμε «μνημόσυνο» στις εποχές της

διάρκειας και να καλωσορίσουμε τις εφήμερες Καλομοίρες;

E, δεν έχουμε «ζαλιστεί» όλοι από τα τηλεοπτικά σουξέ, ούτε πιστεύουμε πως όλα

είναι τηλεόραση και δεν υπάρχει ζωή, και ναι, θέλουμε να διατηρούμε «ψήγματα»

μιας άλλης αισθητικής που δεν τα κληρονομήσαμε, τα ανακαλύψαμε στη

Σαββοπούλεια τραγουδοποιία – κι ας μην τα εκτίμησε μέσα στο άγχος του να

προλάβει τους καιρούς ούτε ο ίδιος ο Νιόνιος -, ξέροντας πως έχουν τις

αντιγραφές τους, πως έχουν τις μιμήσεις τους, αλλά σε πακέτο που «μίλησε» στο

μεγάλωμά μας. Φθάνει με τις υποκλίσεις στην τηλεόραση.